ἀκαληφῶν

ἀκαληφῶν
ἀκαλήφη
stinging-nettle
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακράσπεδα — Ζώα κοιλεντερωτά του είδους των ακαληφών. Διακρίνονται από το δισκοειδές σώμα τους. Έχουν χείλια σε σχήμα ομπρέλας, που παρουσιάζουν οκτώ και σπανιότερα δώδεκα ή δεκαέξι σαρκώδη εξογκώματα, μέσα σε ειδικές κοιλότητες. Τα α. είναι το πιο τέλειο… …   Dictionary of Greek

  • δέπαστρο — το (Α δέπαστρον) νεοελλ. γένος Κοιλέντερων ακαληφών αρχ. ποτήρι, δέπας* («οἴνου τε δέπαστρον»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός παρεκτεταμένος τ. τού δέπας με επίθημα τρον, δηλωτικό τού οργάνου] …   Dictionary of Greek

  • δύσμορφος — η, ο (AM δύσμορφος, ον) άσχημος, κακοφτιαγμένος νεοελλ. γένος ακαληφών τής οικογένειας τών μαργελιδών …   Dictionary of Greek

  • ριζόστομα — τα, Ν ζωολ. γένος ακαληφών, λοβομεδουσών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizostoma (< ῥίζα + στόμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”